τλήθυμος

τλήθυμος
και δωρ. τ. τλάθυμος, -ον, Α
1. καρτερόψυχος, υπομονητικός
2. ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-/τλᾱ-, που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ- τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ. ἐχέ-θυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τλήθυμος — τλήθῡμος , τλήθυμος of enduring soul masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλάθυμον — τλά̱θῡμον , τλήθυμος of enduring soul masc/fem acc sg (doric) τλά̱θῡμον , τλήθυμος of enduring soul neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • τλάθυμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος …   Dictionary of Greek

  • τλάθυμος — τλά̱θῡμος , τλήθυμος of enduring soul masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήθυμε — τλήθῡμε , τλήθυμος of enduring soul masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”